- σκυροκονίαμα
- το бетон;
σιδηροπαγές σκυροκονίαμα — железобетон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιδηροπαγές σκυροκονίαμα — железобетон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκυροκονίαμα — και σκιροκονίαμα και σκιρροκονίαμα, το, Ν το σκυρόδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο* / σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + κονίαμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στο ημερολόγιο Νέα Ελλάς] … Dictionary of Greek
σκυροκονίαμα — το σκυρόδεμα, μπετόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)οκονίαμα — το, Ν βλ. σκυροκονίαμα … Dictionary of Greek
σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με … Dictionary of Greek
τσιμεντόλιθος — ο, Ν τεχνολ. είδος πλίνθου που παρασκευάζεται με σκυροκονίαμα και τσιμέντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμέντο + λίθος] … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Φρεσινέ, Ευγένιος — (Freyssinet, Ομπιά, Κορέζ 1879 – Σεν Μαρτέν Βεζιμπί, Παραθαλάσσιες Άλπεις 1962). Γάλλος μηχανικός. Υπήρξε ένας από τους κυριότερους δημιουργούς νέων αρχιτεκτονικών μορφών των αρχών του 20ού αι. Στα έργα του φαίνεται πωςχρησιμοποιήθηκε… … Dictionary of Greek